Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2010

3o Μέρος

"Υπήρξαν"

Άλλη μια μέρα δείχνει σαν να της τελειώνει το φως, βραδιάζει.
Κολλάω και κοιτάζω τα φώτα των αυτοκινήτων, τα φώτα απ’ τις λάμπες του δρόμου που ανάβουν, τα πηχτά φωτισμένα χρώματα των μαγαζιών που είναι απέναντί μου, το βλέμμα μου έχει γίνει ένα έντομο που πετάει από λάμψη σε λάμψη.
Στο τέλος της κάθε μου μέρας δεν θέλω άλλο να βλέπω αυτούς που περνούν από μπροστά μου, είναι κάπως σαν να έχω φάει τόσο απ’ αυτό το πιάτο που, με μερικές παραπάνω ματιές, κάτι θα πάθω.
Είμαι χορτάτος τα βράδια.
Έχω δει γέλια, χαμόγελα, κλάματα, φωνές, φόβους, θυμούς, αγωνίες κι ερωτήσεις, που οι μισές απ’ αυτές έμειναν μετέωρες, χωρίς την απάντησή τους.
Είδα ζήλιες, παράπονα, εξηγήσεις. Είδα ανθρώπους που μου θύμισαν κάποιους που γνώριζα άλλοτε, βρέθηκα δίπλα σε αναλογίες, συντονισμούς και παρεξηγήσεις.
Βρέθηκα πάνω σε στιγμές αποχωρισμού, αγκαλιές ανάμεσα σε κάποιους που θα μπορούσαν να ζήσουν μαζί αλλά δεν γινόταν, ματιές που προσπαθούσαν να κρατήσουν εικόνες, μάτια και δάκρυα και «γεια, θα τα πούμε με κάποιο τρόπο»…

Είδα τους άλλους γι’ άλλη μια μέρα και θα τους δω ξανά αύριο και θα τους βλέπω κάθε μέρα μέχρι να ‘ρθει το βράδυ για να ξαπλώσει η ματιά μου κάτω απ’ τον ήλιο της κάθε λάμπας και να ησυχάσει.

Έχοντας γεμάτο το μυαλό μου με εικόνες, ήχους, αισθήματα, χρώματα και μυρωδιές, τα βράδια σφραγίζω την εξώπορτά μου, βολεύομαι στον καναπέ του σώματός μου και κοιτάζω τις αμέτρητες φωτογραφίες.

Αλλιώς δε με παίρνει ο ύπνος, πρέπει πρώτα να με δω ξανά, να θυμηθώ κάθε βράδυ κάποιες στιγμές, άλλες, διαφορετικές απ΄ αυτές της προηγούμενης φοράς.
Με βλέπω με γέλια και όνειρα και επιθυμίες.
Σε κάθε φωτογραφία μπορώ να διακρίνω στο βλέμμα μου μια υπερχείλιση από «θέλω».
Από «όχι» και «ναι».
Σκέφτομαι ότι στην πραγματικότητα κανείς ποτέ δεν μου στέρησε την ελευθερία μιας αποδοχής ή μιας άρνησης, μεγάλης, σημαντικής ή τεράστιας.
Μικρής, ελάχιστης, υπαρκτής.
Δεν το έκανε γιατί δεν θα μπορούσε.
Είμαι ο μόνος που μπόρεσε να το κάνει, ο μόνος που δημιούργησε κάθε γέλιο και κάθε θλίψη, κάθε συμβιβασμό, κάθε ελευθερία, κάθε αδικία σε βάρος ανθρώπων που αγαπούσα, κάθε αγκάλιασμα και κάθε φιλί μαζί τους.

Είμαστε ο καθένας μόνος του σε μια ζωή – σουπερμάρκετ και διαλέγουμε ή πετάμε πράγματα στο καρότσι ή επιστρέφουμε στο ράφι κάτι που δεν το θέλαμε γιατί δεν μας κάνει.
Όλα θέλουν να τα επιλέξουμε, όλα είναι εκεί για όλους.
Σ΄ αυτό το σούπερμάρκετ, τον μισό του χώρο πιάνουν διάδρομοι με προϊόντα - δικαιολογίες.
Είναι τα αγαθά που εμείς απαιτήσαμε να υπάρχουν, πολλά για να είναι φτηνά.
Είναι η αγορά της ψυχολογικής και ηθικής αφθονίας σε όλο της το μεγαλείο.
Μόνο που η έτοιμη ηθική, σε κονσέρβα με συντηρητικά, είναι ένας μέσος όρος ηθικής για όλους, είναι σαν να πας σε μαγαζί με ρούχα όπου δεν υπάρχουν νούμερα και μεγέθη και σχέδια, βλέπεις πάρα πολλές πράσινες κοντομάνικες μπλούζες και κόκκινες και μπλε, one size όμως…

Είμαστε οι κυρίαρχοι πομποί και οι κυρίαρχοι δέκτες κάθε σκέψης, κάθε συναισθήματος και κάθε πράξης μας, κάθε στιγμή.
Ποιος άλλος θα μπορούσε να ήταν άλλωστε… και για ποιο λόγο;

Νιώθω γεμάτος και άδειος την ίδια στιγμή.
Αν έλεγα σε κάποιον ότι είμαι γεμάτος και σε άλλον ότι είμαι άδειος θα έλεγα ψέματα και στους δυο ή θα τους έλεγα την αλήθεια.
Δεν ξέρω πώς συνέβη αυτό. Δεν ξέρω πότε, δεν ξέρω αν είμαι σίγουρος ότι συμβαίνει καν.

Κάποτε, υπήρξα μορφωμένος, έτσι όπως εννοούν οι άλλοι τον μορφωμένο.
Με σπουδές, με δουλειά στο πανεπιστήμιο, με φοιτητές στο μεταπτυχιακό της ψυχολογίας.
Δεν είχα φανταστεί τον εαυτό μου σε γάμο, μέχρι που έγινε.
Δεν με είχα φανταστεί με παιδιά, μέχρι που έκανα.
Δεν με είχα φανταστεί μόνο, μέχρι που έμεινα.
Έμεινα μόνος μ΄ αυτόν τον τρόπο που ακούω περαστικούς να λένε «ολομόναχος», ενώ δεν είναι, γιατί αυτό το λένε σε κάποιον που βρίσκεται δίπλα τους.
Δεν μ΄ άφησαν μόνο.
Στην περίπτωσή μου θα έλεγα, ακριβώς αυτό: «έμεινα» μόνος, εντελώς.
Ζω συντονισμένος στο να βρω να φάω, να πιω, να κάνω κακάκια, να κοιμηθώ και να σκεφτώ.

Κάποιες φορές σταματά το μάτι μου σε κάποιαν… Σπάνια όμως, δεν είναι πολλές τώρα πια οι παρουσίες που θα αρπάξουν το θαυμασμό μου.
Άλλοτε ήταν πολύ περισσότερες. ΄
Τώρα το σεξ δεν υπάρχει, είναι μέσα μου ξεχασμένο εδώ και χρόνια.
Τώρα είναι άλλα αυτά που θα τραβήξουν την προσοχή μου, που έχουν κάποια σχέση μ΄ αυτό που κάποτε λέγαμε και έλεγαν πάθος και πόθος, αλλά όχι σχέση άμεση, ούτε φανερή.
Τώρα μπορώ να θαυμάσω το πάθος που βγάζουν κάποιες στη ματιά, στο περπάτημα, στο άγγιγμα, τότε που ακουμπάνε τα δάχτυλά μου, σ΄ αυτήν την ελάχιστη χρονικά επαφή που αφήνει καμιά φορά κάποια να υπάρξει, τότε που μου δίνει κάτι, οτιδήποτε, μια σοκολάτα, ένα χαρτονόμισμα, ένα ρούχο ή μια κουβέρτα.

Η γυναίκα!

Δεν μου λείπει σαν κάτι που θα ήθελα αλλά δεν έχω, μου λείπει σαν κομμάτι μου, που χάθηκε γιατί έπρεπε να χαθεί, από τότε που άρχισα να είμαι εκτός.
Κι αυτό το «κάτι», έγινε σιγά - σιγά μια μνήμη μακρινή, κάτι σαν σκέψη ηλικιωμένου που δεν μπορεί πάντα να επανέλθει με πολλές λεπτομέρειες.
Ήταν όμως ωραίο το σεξ, αυτό το θυμάμαι. Και φοβόμουν όσο ήμουν νέος, όσους το είχαν στερηθεί.
Είχαν στερηθεί το σεξ που θα ήθελαν, αυτό που θα μπορούσαν να έχουν, κι αν το είχαν, η «ποσότητα» θα ρυθμιζόταν, από μόνη της. Δεν το είχαν, γιατί απλώς δεν έκαναν τίποτα γι’ αυτό, είχαν άλλες προτεραιότητες, μακριά από πόθους και συναισθήματα…
Βλέπεις και στο δρόμο τέτοιες παρουσίες, κάποιες από τις γυναίκες αυτές είναι όμορφες και μερικές από τις «κάποιες» θα μπορούσαν σε άλλες συνθήκες να μου άρεσαν.
Άχτι το ΄χω μια να γυρίσει κάποτε και να με κοιτάξει.
Για αυτές τις υπάρξεις, είμαι η ανύπαρκτη παρουσία του Δρόμου. To φάντασμα μιας Πόλης.

Ξημέρωμα, αρχές καλοκαιριού, δεν ξέρω μέρα, ώρα.. Είναι όμως 2018, αυτό το θυμάμαι, κι είναι Ιούνης, στις αρχές.
Κοιμάμαι από χθες που βράδιαζε, σ΄ ένα παγκάκι στο κήπο.
Ωραίος κήπος… στα 18 μου ερχόμουν εδώ και διάβαζα για τις εξετάσεις. Έτρεχαν νερά, μάζευαν τα σκουπίδια, έκλεινε τα βράδια.
Στις εξετάσεις δεν πέρασα, γιατί στην έκθεση χάθηκα στο «θέμα». Αποφάσισα να πάω αλλού.
Εδώ είχα έρθει και λίγο πριν φύγω για σπουδές.
Είχα μαζί μου και ένα μάτσο χαρτονομίσματα απ΄ το συνάλλαγμα που μόλις είχα πάρει, θα ήταν τα πρώτα μου έξοδα κι ήμουν τόσο χαρούμενος, που τα έβγαλα και τα έδειξα σε κάποιον.

«πρόσεχέ τα χρήματά σου. Θα μπορούσα να στα βουτήξω και να εξαφανιστώ. Κι εσύ χωρίς αυτά θα έμενες εδώ».

Μου ευχήθηκε καλό ταξίδι κι έφυγε. Ατμός… Κάτι μου είπε ότι πρέπει να είμαι κάποτε λίγο παραπάνω απ’ το συναίσθημα.
Αστείο, αλλά νομίζω ότι τώρα είμαι, χωρίς να ξέρω τι ακριβώς εννοούσε όταν το είπε.
Εδώ και καιρό… πιο πάνω απ’ το συναίσθημα!

Έχω συναισθήματα, δυνατά, θα ‘θελα μερικές φορές να γελούσα δυνατά ή να έκλαιγα δυνατά, κάτι μέσα μου όμως είναι… σαν να είναι κάπως πιο πάνω απ’ όλα αυτά.
Σαν να τα προστατεύει. Με κάποιο τρόπο.

Τώρα, τρεις δεκαετίες μετά, είμαστε όλοι εδώ παρέα, μέρα – νύχτα, άστεγοι, σκουπίδια, σύριγγες και πρεζόνια.
Νερά δεν υπάρχουν, δεν υπάρχουν πάπιες, δεν υπάρχει ούτε μια γαμημένη λιμνούλα με ψάρια.
Κάποτε είχε μια.

Ό,τι άλλο γουστάρεις όμως έρχεσαι εδώ για να το βρεις.
Δεν είναι πάρκο πια, είναι κόμβος παρακμής, διεθνής κόμβος, μέσα στον οποίο, εγώ και κάποιοι άλλοι χαίρουμε μιας περίεργης «ασυλίας», χρήσιμης όμως, γιατί ο κόμβος έχει πολλές καβάντζες για βρομόκαιρο ή για τη νεκρική ζέστη που αράζει πια απ΄ τον Απρίλιο μέχρι και τον Οκτώβρη.

Θα κρύψω τα πράγματά μου και θα περπατήσω. Θέλω να ταξιδέψω τη μέρα μου σήμερα, να βγάλω βόλτα την ψυχή μου και τα μάτια μου.
Θέλω να δω και να ακούσω, ξανά, όπως εκατοντάδες άλλες μέρες όλα αυτά τα χρόνια.
Είναι το δώρο μου απ’ αυτήν εδώ, τη δεύτερη ζωή.
Βλέπω το έργο, λες και δεν υπάρχω στην αίθουσα.
Πάει έτσι κι αλλιώς κάποιος καιρός που έχουμε μπει στην εποχή των ανύπαρκτων απ’ το προσκήνιο ανθρώπων: «δεν θέλω να τον δω, άρα δεν υπάρχει».
Δεν υπάρχω πια, όχι για τις γυναίκες μόνο, αλλά για τους περισσότερους απ’ αυτούς που θα δω σήμερα.
Γι΄ αυτούς που θα κοιτάξω και γι΄ αυτούς που θα επιτρέψουν στο μάτι τους να πέσει για μια στιγμή πάνω μου, που ο εγκέφαλός τους, θα στείλει ένα ελάχιστο ηλεκτρικό σήμα, σαν σκέψη που δεν είναι συνειδητή, ένα ίχνος διαπίστωσης: «άστεγος». Το μυαλό βάζει τη λεξούλα απλώς σ’ ένα κουτάκι και συνεχίζει με τα πραγματικά ενδιαφέροντα: ένα ψέμα που πρέπει να ειπωθεί σε κάποιον, τα ψώνια που πρέπει να γίνουν, τα λεφτά που δεν φτάνουν ή να ρίξουμε μια ματιά στο σπίτι, μέσα – έξω, από το τηλέφωνο – «δορυφόρο».

Όσο ήμουν «στον κόσμο», έβλεπα τα «ενδιαφέροντα» μέσα από την πανοπλία μου, μια μάσκα καταδικασμένη να βλέπει μάσκες.
Δεν ξέρω πια πώς θα έβλεπε εμένα κάποιος που θα με κοιτούσε πραγματικά ή για περισσότερο από μια στιγμή.
Ξέρω ότι εγώ κοιτάω τον άλλο χωρίς την αρνητική ή θετική «προσημείωση» που θα μπορούσε άλλος να έχει γι’ αυτόν.
Δεν έχω σχέση πια με κανέναν, δεν έχω λόγο να βλέπω κάπως τους άλλους.
Οι μάσκες, είναι περιττές.


Θυμάμαι παλιά, πριν φύγουμε από την Πόλη, με κοιτούσα στον καθρέφτη.
Πριν πάω στη δουλειά και όταν γυρνούσα, με όλη την πανοπλία του σταυροφόρου: πουκαμισιά, γραβάτα, ψαγμένο παπούτσι και σακάκι.

Μόνο… μόνο που κάποτε η πανοπλία, ίσως απ’ τις μάχες κι ίσως ακόμα πιο πολύ απ’ τη συνήθεια, είχε χάσει τη λάμψη της. Κι έτσι άρχισα να βλέπω εμένα, που άλλαζα μέρα με τη μέρα.

Ήμουν εγώ ξανά, γυμνός και χωρίς την παραμικρή προστασία, από το βλέμμα μου.


Τα κινητά έχουν γίνει από καιρό υπολογιστές της χούφτας και βιντεοτηλέφωνα και φορητές απολήξεις δορυφόρων.
Ένας από τους λόγους που είμαι αόρατος είναι ότι ο κόσμος έχει καρφωμένο το βλέμμα στους δορυφόρους του.

Για κάποιο λόγο είμαι απ’ τους ευνοημένους του Δρόμου, τα ρούχα μου δεν είναι αρχαία, γιατί κάποιοι μου φέρνουν κατά καιρούς.
Ένας απ’ αυτούς μου επιτρέπει να πλένομαι καμιά φορά και στο ξενοδοχείο του, κάπου στο κέντρο.
Δεν είναι «σχέση», δεν ξέρω τίποτα για αυτούς τους ανθρώπους, είναι όμως μια επαφή, που διατηρεί για τους λόγους του ο καθένας μας.
Είμαι ο καλοντυμένος του πάρκου, οι λεχρίτες συγκάτοικοί μου, μου έχουν βγάλει καιρό τώρα το παρατσούκλι “SIR”.
«Καλησπέρα sir!»
Μιλάω σχεδόν με όλους, δεν μπορώ να κάνω κι αλλιώς κι ενώ το “sir” ξεκίνησε αρχικά σαν καλαμπούρι, (κάθε φορά που το έλεγαν μπροστά μου έκαναν και μια ελαφρά υπόκλιση) έγινε με τον καιρό κάτι σαν το συνωμοτικό μου όνομα.
Όταν τώρα το λένε, στ’ αυτιά τα δικά μου και κυρίως στα μάτια μου, έχει μια δόση σεβασμού, η «δόση» απλώς κυμαίνεται κάθε φορά, ανάλογα με τα κέφια.

Καμιά φορά με χαζεύω ολόσωμο μέσα από βιτρίνες του δρόμου.
Δείχνω κουρασμένος στα πενήντα μου, κουρασμένο πρόσωπο, περισσότερο αδύνατος απ’ όσο θα ήθελα άλλωτε.

Είμαι μόνος, χωρίς παιδιά και σύντροφο, τους έχασα, όπως χάνεις κάποιους σε κάθε περίπτωση που δεν γινόταν αλλιώς.

Το μόνο που δεν είχα βαρεθεί ποτέ ήταν τα παιδιά μου και τη γυναίκα μου.
Μέχρι που κατάλαβα ή νόμιζα ότι με βαρέθηκε εκείνη.
Ακόμα και τώρα δεν ξέρω αν ήταν έτσι, όμως εγώ αυτό πίστευα κι αυτό κόλλησε στο μυαλό μου: «την κούρασα», «κουράστηκε», «τελειώσαμε» κι άρχισα να βυθίζομαι σε θλίψη, χωρίς να το καταλάβω στην αρχή.
Άρχισα να γίνομαι βαρύς, κλειστός. Πάντα μερικές φορές έκλεινα, αλλά τότε άρχισε να γίνεται χειρότερο και όλο και συχνότερα. Με μια λέξη χανόμουν, όλο και πιο πολύ σ’ έναν εαυτό που ήταν στεναχωρημένος, με τον εαυτό του.
Και έφυγα, πεισμένος ότι δεν έχανα κάτι που ήταν ήδη χαμένο.

Τον πρώτο καιρό και μέχρι να αλλάξει η μούρη μου με γένια, μαλλιά και γυαλιά σκούρα που τα φορούσα ακόμα και το βράδυ, κρυβόμουν. Είχε τύχει δυο τρεις φορές να δω κάποιον από μακριά κι έστριβα στην πρώτη γωνία.
Μετά από κάποιους μήνες είχα γίνει αγνώριστος, όχι μόνο γιατί φορούσα μια φυσική περούκα, είχα αλλάξει, φαινόμουν άλλος, φαινόταν πάνω μου και στο πρόσωπό μου η ίδια αλλαγή που υπήρχε και μέσα μου.
Μέσα σε έξι μήνες ο Δρόμος ήταν το σπίτι μου λες κι ήταν πάντα.

Δεν θα έλεγα ότι επρόκειτο για αυτό που λέμε «επιλογή».
Ο Δρόμος ήταν για μένα το αποτέλεσμα όλων όσων είχαν συμβεί μέσα μου.
Ήταν αυτό που βρήκα μετά τη στροφή και το οποίο δεν παράτησα, δεν γύρισα πίσω, δεν πήγα αλλού.
Στο σπίτι δεν έμαθε κανείς το παραμικρό για μένα.
Δεν άφησα σημείωμα, δεν πήρα τηλέφωνο.
Υπήρχε μια πραγματικότητα πίσω που δεν θα άντεχα να την αντιμετωπίσω ούτε καν με μήνυμα στο κινητό.
Δεν μπορώ να ξέρω μετά από τόσα χρόνια τι πιστεύουν πως έπαθα. Αυτό που θυμάμαι όμως είναι ότι τότε που κατάλαβα πόσο αγνώριστος είχα γίνει, πέντε ή έξι μήνες αφού έφυγα, κατάλαβα επίσης ότι δεν μου έλειπε πια κανένας απ’ τους τρεις. Ήμουν άλλος, έτσι έδειχνα, αυτό ήθελα, αυτό αισθανόμουν, σαν άλλο με αντιμετώπιζαν και οι άλλοι του Δρόμου.
Κι αυτός ο άνθρωπος που ήμουν πια, δεν είχε ποτέ του κανέναν...

Πάντα το πρώτο απ’ τα ντόμινο έχει όλες τις δυνατότητες να παρασύρει τα επόμενα, όσα κι αν είναι, αρκεί να βρεθούν καλά βαλμένα… η «Τύχη», κατά κάποιο τρόπο ή η «Ατυχία».

Ήμουν η μεταλλαγμένη ψυχή και παρουσία ενός κόσμου, που ήταν κι αυτός αλλιώς, σαν να τον έβλεπες από αλλού, σαν να τον ζούσες πια για άλλους λόγους.

Κάποια φορά έτυχε να μου μιλήσει ένας παλιός γνωστός.
Δεν με είχε γνωρίσει, κάτι όμως τον τράβηξε στο να μου πιάσει την κουβέντα.
Είχα κρυώσει, ακόμα και η φωνή μου ήταν άλλη.
Ήταν όμως κι εκείνος ένας άλλος άνθρωπος απ’ αυτόν που είχα συνηθίσει να είναι, ένας διαφορετικός πομπός, που είχε μπροστά του έναν διαφορετικό δέκτη.
Ήταν πιο υπεροπτικός απ’ όσο τον ήξερα ή εγώ λόγω θέσης, κατάστασης, μπορούσα τώρα να το αντιληφθώ.
Είχε μια νότα νουθεσίας η φωνή του, παρ’ όλο που ήθελε να μάθει από μένα, πώς, γιατί, πότε.
Ήταν με τη γυναίκα του μαζί, που αρχικά είχε μείνει να τον κοιτά, γιατί μάλλον κι εκείνη δεν τον ήξερε μ’ αυτό το ύφος.
Όμως σε δεύτερη φάση άφησε το βλέμμα της πάνω μου, στην αρχή τυχαία, μετά από περιέργεια, μετά από έκπληξη γιατί νομίζω ήταν ο μόνος άνθρωπος όλα αυτά τα χρόνια που με αναγνώρισε και με λυπήθηκε μάλλον, κάτι που μ’ έκανε κι εμένα λυπημένο, πολύ, όλο το υπόλοιπο βράδυ.

Υπάρχουν κάποιοι τελικά, υπήρχαν πάντα και υπάρχουν ακόμα και τώρα ή πιθανόν ιδίως τώρα, που έχουν μερικούς δικούς τους κώδικες ηθικής κι έχουν αναγκαστεί να μάθουν πώς να κρατάνε μυστικά, δικά τους και άλλων…

Νομίζω είμαι σε θέση πια να τους αναγνωρίζω, από τον τρόπο που συνήθισαν να χάνονται μες το πλήθος, απ’ την βιαστική ματιά που ρίχνουν στους άλλους, αρκετή όμως για να τραβήξουν τις πληροφορίες που θέλουν κάθε φορά.
Είναι ένας μικρός κόσμος μέσα στο χάος, ένας κόσμος που νομίζω θα έπρεπε να μου ανήκει ή να ανήκω εγώ σ’ αυτόν.
Είναι ο κόσμος μέσα στον οποίο κι εγώ περιφέρομαι, μυστικά, αόρατα, χωρίς να ζητάω και χωρίς να μου ζητάει κανένας το παραμικρό.

Νομίζω πρέπει να συνεχίσω να ζω και με άλλο τρόπο, σε άλλη θέση της σκακιέρας και για άλλο λόγο.

Όμως δεν ξέρω ακόμα πώς.

Τους πρώτους μήνες, τότε που κρυβόμουν για να μη με δει και με αναγνωρίσει κανείς, έπαιζα κρυφτούλι, με όλους.
Στα ελάχιστα πράγματά μου, είχα φροντίσει να έχω χαρτιά και μερικά στυλό, για να γράφω.
Έπρεπε να συμβεί ξανά, έπρεπε με κάποιο τρόπο να βρω κάτι από μένα.
Κάτι που δεν ήξερα τι ήταν ούτε αν υπήρχε πραγματικά.
Ή μάλλον όχι, ήξερα ότι κάτι ζούσε μέσα μου, αλλά αγνοούσα τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσα να το κάνω να γεννηθεί.
Το γράψιμο ήταν το μόνο που ήταν τώρα δυνατό και από πρακτική άποψη, δεδομένων των συνθηκών.
Ίσως κάτι άλλο να μου πήγαινε σ’ αυτή τη φάση περισσότερο, η ζωγραφική ας πούμε, όμως δεν ήξερα να ζωγραφίζω.
Όποτε γινόταν και κάθε φορά που δεν με έβλεπε κανείς έγραφα, αρχικά ό,τι μου ερχόταν στο μυαλό.
Αργότερα άρχισε να παίρνει μορφή όλο αυτό.

Έγραφα για πέντε ή έξι μήνες και για όσο μπορούσα κάθε μέρα. Δύο λεπτά, τρία, πέντε, κι άλλα πέντε ή έξι κι άλλο ένα.

Διάβαζα επίσης, ξανά και ξανά, σαν να έπρεπε κάτι να βρω, ένα άλλο κείμενο που είχα πάρει μαζί μου.
Την αναφορά στο «κρυφό σημείο του κύκλου».
Το «κρυφό σημείο» αρχικά ήταν ένα μυθιστόρημα, ακόμη παλιότερο, εποχής Αθήνας, είχε τελειώσει λίγους μήνες πριν φύγουμε από τη μεγάλη Πόλη.
Μιλούσα σ’ αυτό για μια ιδέα που είχα παλιότερα σχετικά με την «εξέλιξη» και την «αλλαγή».
Κάπου στον «κύκλο» της ζωής μας θα υπήρχε ένα σημείο χάρις στο οποίο θα μπορούσαμε να πάμε «αλλού».
Κάπως έτσι φανταζόμουν τον «ανήσυχο κύκλο» να μεταμορφώνεται σε σπείρα.

Στην «αναφορά», που είχα τελειώσει μερικούς μήνες πριν γίνω ατμός, έγραφα και για την εποχή λίγο πριν τη γέννηση των παιδιών μας, στην πρώτη μας έφοδο εκτός των τειχών της Πόλης, στο πρώτο επαρχιακό μέρος στο οποίο βρεθήκαμε, νότια, λίγο αφού άφησα τη δουλειά μου.
Πόσα θα μπορούσαν να είχαν γίνει αλλιώς τότε…
Και πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα που θα είχαν ακολουθήσει.

Κρίμα, μονάχα γιατί, αν θέλω να είμαι ειλικρινής, ακόμα και τώρα, μερικές στιγμές, τους σκέφτομαι… και τους τρεις.
Υπήρξαν!
Δεν στάθηκε ποτέ δυνατό να πω ένα τόσο μεγάλο ψέμα στον εαυτό μου. Παρ’ όλο που αυτά που ένιωθα κατάφερνα γενικά να τα κρατώ στην κατάψυξη.
Και όταν συμβαίνει να σκεφτώ αυτό το ψέμα που δεν μπόρεσε να ειπωθεί, εύχομαι, κάθε φορά, για λίγο, για στιγμές, να ήταν ο Δρόμος ψέμα και να βρισκόμουν ξανά μαζί τους, αλλού κι αλλιώς. Με κάποιον τρόπο που δεν ξέρω αν θα μπορούσε να γεννηθεί.
Μετά ξεχνιέμαι, αυτό το καταφέρνω πάντα.
Με μια βεβαιότητα όμως, ότι μπορεί αυτό ακριβώς να είναι το λάθος!

Διαβάζω ακόμα ξανά και ξανά, ό,τι έχω γράψει γενικά, όχι μες τη μέρα μου, αλλά τα βράδια στον ύπνο, όπως τότε μικρός που διάβαζα ή έβρισκα τη λύση σε μια άσκηση, την ώρα που κοιμόμουν κι αυτό ήταν κάτι που γινόταν συχνά και γίνεται πάλι, τα τελευταία δυο χρόνια.
Έχω πάντως, κάθε πρωί που ξυπνάω, την αίσθηση ότι κάτι, κάθε φορά, λείπει κι αν το έβρισκα…
θα ήταν σαν να άλλαζα κάτι άλλο, ένα βήμα που δεν έχει γίνει κι αν το επιχειρούσα ποτέ θα ερχόταν και τα επόμενα, που δεν έχω ιδέα πόσα και ποια είναι.

άρθρο του Θ. Δρίτσα πάνω στο οποίο έπεσα κατά τύχη

Αρθρο : Θανάσης Δρίτσας /// Καρδιολόγος στο Ωνάσειο /// Πηγή: Καθημερινή 20/ 1/ 2010

Μετά τη φθίνουσα τρομολαγνεία της γρίπης, ακόμη μία ενδιαφέρουσα -εξίσου τρομακτική- είδηση άρχισε να βομβαρδίζει τα αυτιά των ανυποψίαστων πολιτών σε ολόκληρη την οικουμένη: έρχεται θυμωμένος και απειλητικός εναντίον του πλανήτη μας ο αστεροειδής με το αιγυπτιακό όνομα «ο Αποφις» και έχει μια κάποια πιθανότητα να συγκρουστεί με τη Γη σε 26 χρόνια. Η πιθανότητα αυτή, που σε πρακτικούς όρους ισοδυναμεί με όση πιθανότητα έχει π.χ. ένας άνθρωπος να χάσει την όραση του αριστερού ματιού ύστερα από σύγκρουση με ανωφελή κώνωπα, έχει έντονα ανησυχήσει τους επιστήμονες οι οποίοι προσβλέπουν σε επιδοτήσεις πολλών εκατομμυρίων ευρώ προκειμένου να αντιμετωπίσουν τον επερχόμενο Αρμαγεδδώνα.
Είναι σίγουρο ότι η σύγχρονη επιστήμη καταφεύγει συχνά σε πηγές έμπνευσης που προσφέρει το χολιγουντιανό υπερθέαμα (βλ. Μπρους Γουίλις, «Αρμαγεδδών») προκειμένου να πείσει υποψήφιους χρηματοδότες να βάλουν το χέρι στην τσέπη για να ενισχύσουν αμφίβολης αξίας μακροχρόνια ερευνητικά προγράμματα με πακτωλό χρημάτων.
Αποτελεί επίσης άξιο απορίας το πώς πολιτικοί και άνθρωποι της εξουσίας αποδέχονται να χρηματοδοτήσουν προγράμματα προστασίας του πλανήτη από αστεροειδείς που μάλλον ποτέ δεν θα πλήξουν τη Γη, ενώ αρνούνται την ίδια στιγμή να βοηθήσουν πρακτικά τη βέβαιη οικολογική καταστροφή του πλανήτη από τον ίδιο τον άνθρωπο -σε αυτό τον παραλογισμό συνηγόρησε και η πρόσφατη αποτυχία της διάσκεψης της Κοπεγχάγης για το κλίμα και το οικολογικό πρόβλημα. Η συμπεριφορά αυτή υπογραμμίζει την παρακμή του σύγχρονου πολιτισμού αλλά αποκαλύπτει και την ευκολία με την οποία ενεργοποιούνται κερδοσκοπικοί μηχανισμοί που βασίζονται στην ευαισθητοποίηση του κοινού μέσω τρομολαγνείας.
Παρόμοιοι τρομολαγνικοί μηχανισμοί επιστρατεύτηκαν πολύ πρόσφατα μέσω των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης για τη γρήγορη παρασκευή εμβολίων εναντίον της υποτιθέμενης «φονικής» πανδημίας γρίπης Η1Ν1, τα οποία διοχετεύτηκαν παγκόσμια σε αριθμούς μεγαλύτερους από τον πληθυσμό όλων των λαών της Γης. Τελικά αποδείχθηκε αφενός ότι ο Η1Ν1 έχει σκοτώσει αναλογικά λιγότερους ανθρώπους από όσους σκοτώνει κάθε χρόνο η εποχική γρίπη, αφετέρου πολλοί λίγοι άνθρωποι ανταποκρίθηκαν στον εμβολιασμό. Ετσι εκατομμύρια εμβόλια για την παρασκευή των οποίων δαπανήθηκε το εισόδημα των λαών, σε περιόδους μάλιστα μεγάλης οικονομικής κρίσης, θα πεταχθούν τελικά στον τενεκέ των σκουπιδιών.
Ακόμη, κάτω από την απειλή της τρομοκρατίας άρχισε ήδη η προμήθεια των αεροδρομίων με πανάκριβους ανιχνευτές σώματος που υποτίθεται ότι θα αποτελέσουν καλύτερο μέσο για την αποκάλυψη εκρηκτικών μηχανισμών και όπλων που κρύβουν στο σώμα τους οι τρομοκράτες. Ομως όλοι οι εγκληματίες βρίσκονται πάντα ένα βήμα μπροστά από την τρέχουσα τεχνολογία και είναι βέβαιο ότι δεν θα σταματήσουν τη δράση των τρομοκρατών οι έξυπνοι ανιχνευτές σώματος. Αντιθέτως, είναι απόλυτα βέβαιο ότι κάθε καινούργια αντιτρομοκρατική τεχνολογία αυξάνει τη χειραγώγηση των λαών από την κεντρική εξουσία και επίσης ότι οι οικονομίες του κόσμου έχουν σπαταληθεί σε σύγχρονη αντιτρομοκρατική και διαστημική τεχνολογία σε βάρος των δαπανών για τροφή, υγεία και παιδεία.
Ετσι οι λαοί αποπροσανατολίζονται από ορατά και ζωτικά προβλήματα, όπως η καταστροφή της φύσης, η φτώχεια, το άνοιγμα της οικονομικής ψαλίδας που οδηγεί σε έκρηξη κοινωνικής βίας, και στρέφονται προς αόρατα και ασαφή προβλήματα, όπως ο μελλοντικός εποικισμός του πλανήτη Αρη και η πτώση των ουράνιων σωμάτων στη Γη.

Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2010

σταγόνα

Μέρος δέυτερο:


Η σταγόνα

Άδεια παραλία, λίγα μέτρα από τη θάλασσα, αμμουδιά. Μου ‘ρχεται ένα χάδι αέρα από βόρεια. Είμαι καθισμένος απέναντι στη θάλασσα και βλέπω προς βόρεια.
Ο αέρας έρχεται καταπάνω μου, είναι αργός όμως, δεν ορμάει.
Mυρίζει όμορφα… δροσιά και θάλασσα.
Η μυρωδιά είναι μαγιάτικου πρωινού στη θάλασσα.
Ο αέρας φέρνει πάνω μου και μια άκρη μυρωδιάς από πεύκο.
Μπορεί να έστριψε απ’ το δάσος πριν κάνει βουτιά στη θάλασσα και φτάσει σε μένα.
Καλοπιάνει το πρόσωπο μου, χορεύει γύρω του, το φροντίζει.
Είναι πρωί και ο ήλιος πίσω μου, χαμηλά.
Είναι νωρίς. Υπάρχει ακόμα δροσιά στην άμμο και τριγύρω.
Ξαπλώνω ανάσκελα, για ώρα.
Άλλες φορές με τα μάτια κλειστά,
άλλες το βλέμμα μου κάνει βόλτες στον ουρανό.
Mετά κάθομαι για λίγο σταυροπόδι και βλέπω τη θάλασσα. Φύσηξε πιο δυνατά, για λίγο.
Ήμουν μέσα του.
Ο αέρας δίχτυ, πυκνό, παχύρρευστο.
Μέσα του, μέσα στον αέρα.
Ταξίδευα προς το μέρος του.
Κι ο αέρας ερχόταν σε μένα.
Ένα διπλό, διφορούμενο ταξίδι.
Δυο κατευθύνσεις, δύο αντίθετες κινήσεις,
δύο ταξίδια,
δύο προορισμοί σε διαρκή εκκρεμότητα.
Μία κατάσταση, Εγώ, Μαζί με ό,τι άλλο υπήρχε, σε μόνιμη αλλαγή.
Η αλλαγή, ορίζει μάλλον την κίνηση, και η κίνηση την αλλαγή.
Τα πάντα αλλάζουν γιατί κινούνται. Ακόμα και στο βότσαλο που φωνάζει το βλέμμα μου με το χρώμα του, περιστρέφονται οι πλανήτες των μορίων του.
Κάνει βόλτες μπρος πίσω κάθε φορά που το παρασύρει το κύμα, χάνει σε κάθε τριβή ένα μέρος του, μικραίνει, μεταμορφώνει τις γωνίες του σε καμπύλες. Θα γίνει άμμος κάποτε, σκόνη που θα πάρει μέρος στην γέννηση άλλων πραγμάτων.

Τα πάντα κινούνται γιατί αλλάζουν.
H αλλαγή ορίζει τη ζωή.
Ζούμε και μετά το θάνατο γιατί αλλάζουμε
μαζί με ό,τι υπάρχει.
Ο θάνατος είναι η μεγάλη αλλαγή της φορεσιάς στο προσωπικό καρναβάλι του καθενός.
Όμως και στη ζωή μας αλλάζουμε φορεσιές.
Κάνουμε τους θλιμμένους, τους χαρούμενους, τους αλήτες, τους σοβαρούς, τους εγωιστές, τους ευαίσθητους, τους παραπονιάρηδες.
Όλα αυτά κάποτε μέσα στην ίδια μέρα, την ίδια ώρα.
Παίζουμε ρόλους, αλλάζουμε χρώμα σε σχέση με το περιβάλλον που θα βρεθούμε.
Το ένστικτο της επιβίωσης… επιβίωσε μέσα από τόσες πολλές και τόσο έντονα σκληρές εποχές, για το είδος μας, σε σχέση με άλλα είδη και σε σχέση με την κατάσταση που υπήρχε κάθε φορά στον πλανήτη.

Η σταγόνα που κάποτε ξεφεύγει απ’ το κύμα
διατρέχει μια μικρή τροχιά στον αέρα,
και ενώνεται ξανά με τη θάλασσα,
είναι αυτή που μπορεί να περιγράψει λίγο τη ζωή μας.
Ερχόμαστε από έναν μεγάλο ωκεανό, χωρίζουμε για λίγο απ’ αυτόν μετά τη γέννησή μας και πηγαίνουμε ξανά εκεί,
ή μάλλον έτσι νομίζουμε, τότε που έχουμε κέφι για φιλοσοφίτσες.

Η θάλασσα όμως, και η κάθε σταγόνα της, ακόμα και αυτή που για στιγμές ξεφαντώνει έξω απ’ το νερό, βρίσκεται σε αδιάκοπη ταύτιση με ό,τι υπάρχει.
Η θάλασσα μπλέκεται με τον αέρα, το κύμα της βρίσκεται μέσα του, είναι ένα με τη γη.
Η θάλασσα δεν είναι κύβος μέσα στο σύμπαν, δεν υπάρχει κάποια μεμβράνη που διαχωρίζει τη θάλασσα από τη γη ή τη γη από την ατμόσφαιρα.
Τα πάντα βρίσκονται σε μια συμβιωτική άπειρη αγκαλιά.
Ένας άπειρος ζωντανός οργανισμός που υπήρχε με τους τρόπους του και θα υπάρχει για πάντα.
Ζώντας σε κάποιο παρόν, που δεν έχει πουθενά αρχή και ποτέ τέλος.
Ο Κόσμος δείχνει να είναι ένα «σώμα», χωρίς όρια στο χώρο και το χρόνο.

Η Ζωή μας συζεί, μ’ ένα διαρκές Τώρα σε αλλαγή.
Ο δικός μας κόσμος όμως, ό,τι νομίζουμε πως είναι πιο κοντά σε μας, όλοι οι άλλοι, που κάνουν την «κοινωνία» κι εμείς μαζί, είμαστε κάποιοι που ζούμε για το μέλλον, τότε που πρέπει να είμαστε «όπως πρέπει».
Κάποιοι που ζούμε για το παρελθόν, τότε που έχουμε κατάθλιψη γιατί αισθανόμαστε ότι «κάποτε» ζούσαμε καλύτερα.

Η αληθινή, η κρυμμένη σε κάποια όνειρα Ζωή μας, ρέει σ’ ένα διαρκές παρόν!
Το οποίο συνήθως δεν αισθανόμαστε και αυτό κατρακυλάει προς μια κατάσταση «μη αξίας».
Δεν έχει αξία ό,τι είναι αδιάφορο,

Αν είχε,

Οι «δουλειές» μας θα γινόταν με άλλο τρόπο, για άλλο λόγο, σε διαφορετική στιγμή και χώρο
και η «διασκέδαση»,
θα μπλεκόταν μαζί και μέσα σε ό,τι άλλο κάνουμε διαρκώς και κάθε στιγμή.

Θα ήταν όλα μη βαρετά ή λιγότερο κουραστικά.
Θα νυστάζαμε λιγότερο.
Θα θέλαμε να κοιμηθούμε για να κάνουμε καινούρια όνειρα στον ύπνο μας, θα ξυπνούσαμε αλλιώς και για άλλους λόγους.
Η ζωή μας, υποβιβάζεται κάθε στιγμή.
Από παιχνίδι και φωνές και γέλια και κλάματα σε αλάνες, παραλίες και αυλές, γίνεται πλαστικές παιχνιδίστικες σαβουρίτσες μιας χρήσης, ή πλαστές περιπετειάρες στον υπολογιστή.
Παιχνίδια στο δίκτυο, που μας συνηθίζουν κι αυτά στην ιδέα ότι είμαστε θέλοντας και μη σε μια κατάσταση διαρκούς προσπάθειας απέναντι σε άπειρες απειλές και άγχη και φόβους.
Παιχνίδια και ριάλιτυ, και διαφημίσεις και ενημερώσεις, που παίζουν με τις σκιές του ασυνειδήτου μας. Αυτές που δεν ξέρουμε ή θέλαμε να αφήσουμε πίσω μας.

Εχθροί με όλα, μοναχικοί, ρουφηγμένοι και αδύναμοι. Με κάποιες αστραπές κάθαρσης σε τηλεοπτικούς εράνους, με τα ονόματα των δωρητών στη συνέχεια ως ηχητικούς υπότιτλους. Παπάααμ!!!

Άσχετο ίσως, καμιά φορά προσέχω γελαστές φάτσες που παίζουν σε κάποιο παιχνίδι για μάνεϊ.
Που είναι όλοι αυτοί οι «χαρούμενοι άνθρωποι»;
Εκτός τηλεόρασης - και μετά απ΄’ αυτήν - κάπου μπαίνουν και κρύβονται μάλλον…

Γυρνάω σπίτι εξοντωμένος; μην έχοντας διάθεση να κάνω το παραμικρό;
Ανοίγω την τηλεόραση για να φάω στο κούτελο τη χαριστική ή γυρνάω από μια δουλειά που γουστάρω πηγαίνοντας σε ένα σπίτι και μια κατάσταση που αγαπάω επίσης;

«Το πιο δύσκολο για να δει κανείς, είναι αυτό που βρίσκεται ακριβώς μπροστά στα μάτια του».
Δεν έχει σημασία ποιος το είπε, γιατί θα το είχαν σκεφτεί κι άλλοι πολλοί πιο πριν.
Το πιο δύσκολο!
κι όμως…
Κάποιες φορές το απίθανο θα γίνει το περισσότερο εφικτό.
Αυτό που θα σκάσει κάποτε στην επιφάνεια, προς όφελος μας, όπως βλέπουμε εκ των υστέρων ή σε βάρος μας…
Για κάποιες «στραβές» μπορεί να μην έχουμε καμιά ευθύνη και άλλες γεννιούνται από την εμπιστοσύνη που δεν δείχνουμε στο ένστικτο και τη διαίσθησή μας.

Κλειστά μάτια, αδειάζω.
Ανακατεύομαι με την άμμο και τον αέρα.
Αρχίζω να ξεχνάω. Κάποιες στιγμές εντελώς.
Είμαι μόνο εδώ και τώρα.
Δυο λέξεις που γίνονται ένα, όχι στη σκέψη και το μυαλό μου, αλλά στην εντύπωση που έχω γι’ αυτές.
«Εδώ» - «Τώρα»
Ελεύθερος, από γραμμές, σύνορα, όρια, συμβιβασμούς, στόχους, απόψεις, εγωισμούς.
Ελεύθερος απ’ όλα, από ‘μένα τον ίδιο.
Το σώμα μου γεννιέται πάλι και αλλάζει ξανά τα κύτταρά του. Βρίσκει την ελευθερία!
Ο δεσμοφύλακας είναι ίσως ο πρώτος που θα ήθελε ελευθερία για τον φυλακισμένο του.
Κανένας δεν θα καταλάβει το φυλακισμένο περισσότερο από τον ίδιο τον φύλακά του.

Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2010

Μέρος πρώτο
(Εισαγωγή στο «κρυφό σημείο του κύκλου»)


Περί επιστήμης

Ένας φίλος, μου έγραψε σε μήνυμα, ότι ο χωροχρόνος είναι «αποτέλεσμα της Δημιουργίας».
Για μένα όμως, η λέξη «Δημιουργία» είναι η λέξη που δικαιολογεί την ανάγκη για «Πλάστη».

Το σύμπαν, αυτό το απέραντο πράγμα που αισθανόμαστε πως μας περιβάλλει, είναι λογικότερο, για μένα, να βρίσκεται σε μια παντοτινή κατάσταση, κατά την οποία «τα πάντα ρει».
Πρόκειται δηλαδή για «Ύπαρξη» και όχι «Δημιουργία».
Αυτή η «Ύπαρξη» δεν μπορεί να έχει ούτε «πριν», ούτε «μετά».
Δεν είναι «Δημιουργία» και δεν έχει κατασκευαστή.
Υπάρχει, υπήρχε και θα υπάρχει!
«Ύπαρξη».

Επίσης σε έναν Άπειρο Χρόνο, δεν έχει νόημα το Α και το Ω.
Το να θες να βρεις κάποιο στοιχειώδες σωματίδιο σε όλο αυτό, είναι επηρεασμένο, ως λογική (έτσι νομίζω) από την έννοια της «Δημιουργίας».
Ψάχνεις δηλαδή να βρεις «την Απόλυτη πρώτη στιγμή», η οποία πολύ απλά μπορεί να μην υπήρξε.
Η θεωρία της έκρηξης, έχει ίσως να κάνει με «κάτι» το οποίο περιέχεται σε κάτι άλλο (όπως μια καρέκλα βρίσκεται σε ένα δωμάτιο) ή αυτή η συμπυκνωμένη ύλη με τον ελάχιστο όγκο που «εξερράγη», δεν ήταν «ελάχιστη», μόνο.
Και κυρίως δεν προήλθε από το πουθενά.

Έγινε έκρηξη;
Οι γαλαξίες απομακρύνονται ο ένας απ’ τον άλλον;
Κι αν «κάποια στιγμή» υπάρξει συστολή, αυτό πώς έχει να κάνει απαραίτητα με μια έκρηξη;
Η καρδιά μου συστέλλεται και διαστέλλεται επίσης.
Υπάρχει παντού στο Σύμπαν διαστολή;
Δεν φαίνεται να έχει λογική αυτό σε όλες τις περιοχές του.
Το περιβάλλον μιας μαύρης τρύπας βρίσκεται σε κατάσταση «διαστολής»;
Ή μήπως κάθε μαύρη τρύπα είναι το αποτέλεσμα ενός απέραντου, για τα μέτρα μας, ντόμινο συστολής;
Αρχίζουν δηλαδή κάποιοι γαλαξίες να έρχονται πιο κοντά, όπως κάποια από τα καρυδότσουφλα σε μια μπανιέρα που έχω ταράξει το νερό (δεν μπορεί να απομακρύνονται μόνο) και όσο πλησιάζουν, πολλαπλασιάζοντας τη συνολική βαρύτητά τους, έλκουν όλο και περισσότερη ύλη.
Ένας τεράστιος κύκλος έλξης…
Κάπως έτσι, ίσως δημιουργείται σταδιακά, αυτό που ξέρουμε πια πως υπάρχει ως «μαύρη τρύπα».
Που όσο πιο συμπυκνωμένη γίνεται τόσο πιο πολύ ρουφάει.
Όμως ο κύκλος μπορεί κάποτε να σταματάει κι όλας.
Πώς ξέρουμε ότι και οι μαύρες τρύπες δεν «παθαίνουν» έκρηξη κάπου στο χωροχρόνο;
Πώς ξέρουμε ότι αυτό που θεωρούμε ως σύμπαν «μας» δεν προέκυψε από έκρηξη κάποιας μαύρης τρύπας;
Η οποία εκρήγνυται τότε που θα μαζευτεί τόση ύλη και ενέργεια, ώστε το όλο πράγμα αντιδράσει ως ένα άλλο διάλυμα, στο οποίο κάποτε προστίθεται ο επιπλέον κόκκος και μετατρέπεται σε «κορεσμένο»;;;
Ίσως τα «συμπαντικά κορεσμένα διαλύματα» αντιδρούν με εκρήξεις και δημιουργούν «κόσμους».
Ίσως αυτό να είναι το χούι τους…
Ο κάθε κόσμος απ΄ αυτούς, δεν θα είναι όμως προφανώς η «Δημιουργία».

Θεωρώ λοιπόν ως πιο πιθανόν να μην υπάρχει Αρχή στον χρόνο και το χώρο.
Αλλά να υπάρχει, σε κάθε περίπτωση, κάτι άλλο πιο «πριν».

(εννοείται ότι το «πριν» έχει νόημα μόνο σε σχέση με μια ανθρωπίνως αντιληπτή χρονική κλίμακα ή γενικότερα με μια οποιαδήποτε χρονική κλίμακα, η οποία θα είχε «άκρα».
Σ΄ έναν άπειρο Χωροχρόνο δεν υπάρχει μάλλον «πριν» και «μετά», «πάνω» και «κάτω» (όπως και στο σύστημα Γη), «δεξιά» και «αριστερά» (όπως και στο σύστημα Γη), δεν υπάρχει κάτι «ελάχιστο» ή κάτι «μέγιστο», δεν υπάρχει Α και Ω,
Αρχή και Τέλος).


Ας πάρουμε τώρα σαν σημείο αναφοράς τη γη, που ζούμε.
Εδώ η κλίμακα χρόνου περιορίζεται στα 4.5 χοντρά - χοντρά δις χρόνια.
Όπως τα βότσαλά της ήταν κάτι άλλο, έτσι και η Γη ήταν κάτι «άλλο» που για να σχηματιστεί άλλαξε δομή.

Πριν τα βακτήρια, υπήρχε ύλη: αλλιώς.

Ακόμα και αν υπήρξε το «πρώτο» βακτήριο, που πολύ αμφιβάλλω, (ο συντονισμός συμβαίνει στη Φύση και την κάθε μας μέρα. Σ΄ ένα μαγαζί, που δεν έχει κίνηση μια μέρα μπορεί να μπουν άνθρωποι σχεδόν ταυτόχρονα ή πάντως να συναντηθούν πολλοί μαζί. Την υπόλοιπη μέρα βαράς μύγες.
Άλλες φορές τυχαίνει να δίνεις ίδια ή παρόμοια πράγματα) υπήρχαν άπειρα άλλα πράγματα και πριν την εμφάνισή του!
Πάντα κάτι προηγείται που ήταν «αλλιώς».
Πάντα κάτι υπάρχει.
Το βότσαλο ήταν κάποτε βράχος και ο βράχος άλλοτε βουνό.
Κάποτε το βότσαλο θα μοιραστεί σε τρίμματα, αργότερα σε ψιλή άμμο, μέχρι να γίνει σκόνη που κάποια ψήγματα της μπορεί να στρογγυλοκάθονται τώρα στον υπολογιστή σου.

Πιστεύω και κάτι που με κάνει να νιώθω καλύτερα…

(Όχι σαν επιδερμική «θετική σκέψη», που προσπαθώ να ενστερνιστώ, αλλά σαν Αίσθηση.
Η αίσθηση αυτή, με κάνει να νιώθω ελεύθερος.
Πιο πολύ «Εγώ».
Χωρίς μάσκες που πρέπει να φοράω.
Με μεγαλύτερη επιθυμία, σε αυτήν εδώ τη ζωή να κάνω και να ζήσω, όσα περισσότερα τελικά μπορώ.

Δεν ξέρω αν υπάρχει κάποιος λόγος συγκεκριμένος που υπάρχουμε.
Ούτε αν υπάρχει λόγος που βρεθήκαμε σε αυτήν εδώ την κατάσταση που λέμε «ζωή».
Αν όμως υπήρχε λόγος, αυτός για μένα θα ήταν, όταν φύγω από ΄δω, να έχω μαζί μου κάποια πράγματα που επιβίωσαν στη μνήμη μου.
Θα είναι η περιουσία μου, αυτό που θα έχω να πάρω από δω.
Μπορεί άνθρωποι να εμφανίζουν άνοια κάποτε στη ζωή τους, γιατί - εκτός όλων των άλλων - όσα ήθελαν να θυμούνται, άρχισαν κάποτε να γίνονται πολύ λιγότερα από όλα τα άλλα).


Πιστεύω λοιπόν,
ότι δεν υπάρχει αρχή και τέλος, ούτε στη ζωή μας.
Δεν εξαιρούμαστε εμείς.
Κάπως ήμασταν πριν γεννηθούμε.
Η γέννησή μας, είναι αλλαγή «ποιότητας» μιας ή άπειρων καταστάσεων, αλλαγή φορεσιάς.
Αλλαγή δομής.
Το ίδιο και ο «θάνατος».
Δεν «αρχίζουμε» δηλαδή όταν γεννιόμαστε, δεν τελειώνουμε τότε που πεθαίνουμε.
Το σπόρι απ το καρπούζι, το καρπούζι από το φυτό, το φυτό από άλλο σπόρι.
Πάντα υπάρχει ένα διαφορετικό «πριν».
Μια άλλη κατάσταση, που έχει γεννηθεί από άλλη.

Ποια «Δημιουργία»;
Πότε;
Πώς θα βρει κάποιος την «πρώτη στιγμή»;

Αν πάρεις ως αληθινό το σενάριο της «Απόλυτης Δημιουργίας», ενώ μπορεί να μην είναι έτσι, τότε όλα τα βήματα από κει και πέρα μάλλον ακολουθούν αυτή τη λογική.

Αν το «σώμα» όχι μόνο Της Έκρηξης, αλλά κάθε έκρηξης που μπορεί «κάπου» στο άπειρο να συμβαίνει, δεν είναι και τόσο «ελάχιστο», σε όγκο και δύναμη (για να γίνεται όλο αυτό μετά) τότε, πρόκειται απλώς για Μεταλλάξεις συμπαντικής ρουτίνας...
Κάτι υπάρχει (καθόλου ελάχιστο) και αλλάζει!
Όπως τα κύτταρα και το dna μας κάθε στιγμή.
Όπως τα ηλεκτρόνια που δεν σταματούν ποτέ.
«Τα πάντα ρει», μια σκέψη αυτονόητη, που όμως για κάποιο λόγο θεωρούμε σοφή.

Παίρνουμε ως δεδομένο την υπόθεση του «Πλάστη», του Πατέρα, στον οποίο «χρωστάμε» και θα απολογηθούμε κάποτε και όχι μάλλον του «Θεού», που είναι κάτι ευρύ και ελεύθερο:
η «Ύπαρξη»!

Η Ύπαρξη δεν τιμωρεί.
Στα δελτία ειδήσεων ακούς «η φύση εκδικείται», η ίδια τιμωρητική λογική, παντού.
Νιώθουμε ενοχές για πάρα πολλά τελικά.
Ο πλανήτης, για παράδειγμα είναι φυσικό να αλλάζει από μόνος του.
Όταν γίνεται σεισμός, δεν μας εκδικείται κάποιος ή κάτι.
Η όποια πλανητική αλλαγή, θα επηρεάζεται προφανώς και από το δικό μας διοξείδιο του άνθρακα, όπως και από τον ήλιο και άλλα.
Η «φύση», η Ύπαρξη γενικότερα, αλλάζει προφανώς και αντιδράει όπως το σώμα μου σε κάποιον ιό ή σε κάποιο αιθέριο έλαιο που μου αρέσει κάθε φορά που νιώθω τη μυρωδιά του.
Αν κάθε φορά οι αντιδράσεις του πλανήτη, που είναι σχετικές με δικές μου δραστηριότητες, δεν μου αρέσουν, αυτό δεν σημαίνει ότι κάποιος «άλλος» με εκδικείται.

Πιστεύω στον Θεό που είναι ακριβώς μπροστά μου, αλλά και στο σώμα και την ψυχή μου.
Μέσα και απ΄ τον καθέναν μας, η Ύπαρξη αλλάζει και αναδημιουργείται.

Δεν είμαι κβαντομηχανικός, ούτε αστρονόμος.
Είναι βέβαιο ότι το digital κομμάτι του εγκεφάλου μου, δεν έχει τις πληροφορίες που έχει ο εγκέφαλος ερευνητών σε σχετικά θέματα.
Αυτό προφανώς, κανείς μας δεν το αποφεύγει.
Ειδικά σε εποχές τρομακτικής εξειδίκευσης, όπως η δική μας.
Ένας βιολόγος ας πούμε δεν είναι υποχρεωμένος να ξέρει ιστορία.
Ένας ιστορικός επίσης, δεν μπορεί να ξέρει, παρά πράγματα με τα οποία έχει κυρίως ασχοληθεί.

Πέρα όμως απ’ το ορθολογιστικό κομμάτι μας, έχουμε κι ένα άλλου είδος εγκέφαλο
(που λειτουργεί με «αίσθηση», ένστικτο, γνώση που υπάρχει κάπως σε μας).
Τα Πανεπιστήμια,
οι «ναοί της Γνώσης», έμαθαν στους επιστήμονες να αγνοούν αυτό το δεύτερο κομμάτι τους..
Γιατί απλά είναι «επιστήμονες».
Και οφείλουν να λειτουργούν μόνο ορθολογικά.

Κατά τη γνώμη μου, ένας επιστήμονας που ασχολείται με έρευνα, αλλά όχι μόνο, θα έπρεπε να ακούει τη διαίσθησή του.
Κάθε τι που μπορεί να υπάρχει μέσα του ως πληροφορία. Ως ένστικτο.
Να «ακούει»… όχι να ενστερνίζεται, αλλά πάντως να μην βουλώνει τα αυτιά του.

Το ζήτημα για τον καθένα από εμάς δεν είναι η απομόνωση σ’ έναν υπερβολικά ατομικό κόσμο, αλλά ούτε και η Διαίρεση απόψεων και ανθρώπων.

Το ζητούμενο θα πρέπει να είναι η κατανόηση του ποιοι είμαστε και η επιθυμία, να ζήσουμε, όσο γίνεται καλύτερα, σε αυτήν εδώ την τροχιά που μάθαμε να αντιλαμβανόμαστε ως «ζωή».
Άλλωστε «εδώ» συναντηθήκαμε με τα παιδιά μας.
Αν ο καθένας μας θέλει πραγματικά να ζήσουν καλύτερα τα παιδιά του, πρέπει να θέλει να ζήσουν καλύτερα και τα παιδιά των άλλων.
Δεν ζούμε σε γυάλα...

Αν κάποια στιγμή φθαρεί ο θεός της εκκλησίας, αυτό δεν σημαίνει ότι θα κάνω ό,τι δεν μπορούσα τότε που φοβόμουν την τιμωρία του.

Άν νομίζει κανείς ότι είναι «μικρός» και αδύναμος, κάνει λάθος.
Γινόμαστε «μικροί», μεταμορφώνουμε ό,τι έχουμε σε μικρό.
Συντονίζουμε τις σκέψεις μας σε πράγματα που μας ρουφάνε.
Βασίζουμε την υγεία μας με απόλυτο τρόπο σε άλλους, όπως τη λειτουργία του αμαξιού μας στο σέρβις.
Ακόμα κι ένα αυτοκίνητο όμως, είναι πολύ περισσότερο από το σύνολο των εξαρτημάτων του.
Θα σε σεβαστεί, ένα αμάξι που το σέβεσαι.
Θα σε σεβαστεί ο δρόμος που τον σέβεσαι.
Το αυτοκίνητο θα «πηγαίνει» από μια στιγμή και μετά, ανάλογα με το πώς το πήγαινες εσύ μέχρι τώρα.

Γινόμαστε μικροί.
Το χέρι του παιδιού σου που εγχειρίστηκε έχει πιο πολλές πιθανότητες να γίνει καλά, τότε που θα συγκεντρώσεις όλη σου τη δύναμη για «Επιθυμία»,
σε αυτό το πράγμα: στο χέρι του παιδιού σου.
Αν την ίδια στιγμή το μυαλό σου φύγει και σε άλλα, το όλο πράγμα αλλάζει ακόμα και απ’ το πώς θα μιλήσεις με το χειρουργό πριν την επέμβαση.
Αν το μυαλό σου φύγει, τη στιγμή που θα μπορούσε να είναι μόνο στο παιδί και το χέρι του, θα ζήσεις μια κάποια εκδοχή αποτελέσματος, διαφορετική από εκείνη κατά την οποία όλα θα είχαν πάει έτσι ώστε, από κάποια στιγμή και μετά, θα ήταν σαν να μην είχε γίνει ποτέ το ατύχημα ή … σε μεγάλο βαθμό κάπως έτσι!

Επιθυμούμε στα αλήθεια κάτι που δεν είναι σε βάρος άλλου; Έχει πολλές πιθανότητες αυτή η επιθυμία να γίνει «Συμβάν».

Επιθυμούμε με τρόπο μπερδεμένο και με μεγάλη πιθανότητα αυτά που κάνουμε να είναι σε βάρος κάποιου ή κάποιων;
Τότε είναι λογικό η όλη πορεία, να μην προκύψει άμεσα ή μακροπρόθεσμα «ελκυστική».
Θα βρει εμπόδια.


Όταν πιστεύει κανείς ότι είναι πολύ δυνατός, ικανός, μάγκας, καταφερτζής, υποτιμά καταστάσεις, αλλά και τις δυνάμεις των άλλων.
Όλων των άλλων.
Όλοι και όλα έχουν δύναμη.
Όλοι, όλα.
Δεν χωρά υποτίμηση, δεν χωρά υπερεκτίμηση.
Από κανέναν.
Υπερεκτιμώ το θυμό μου και κακοποιώ κάποιον άλλο.
Υπερεκτιμώ το αμάξι μου και την ικανότητά μου σαν οδηγού. Βλαβερός για μένα και όποιον συναντηθεί μαζί μου στην λάθος χωροστιγμή.
Άλλος υπερεκτιμά τις γνώσεις του και πώς θα μπορούσε να τις χρησιμοποιήσει.

Μακάρι όσος χρόνος δαπανείται στο CERN να έχει ως στόχο την ‘γνώση’, έτσι ιδεαλιστικά όπως θα θέλαμε να το βλέπουμε.

Σε ό,τι ζούμε πάντως πια, έχει ρόλο η επιστήμη και μάλιστα όχι με θετικό τρόπο πάντα.
Δεν ήταν έτσι παλιότερα και δεν μπορούσε να είναι, γιατί η ζωή μας δεν είχε αλλάξει τόσο
«εξ’ αιτίας της τεχνολογίας» ή «χάρη στην τεχνολογία».

Πόσο εξαρτημένοι είμαστε από φάρμακα;
Πόσο από όπλα, από επικοινωνίες, από ενέργεια, από μεταφορές;
Από τροποποιημένους γενετικά σπόρους και τροφές;
Σε όλα αυτά δεν έχει να κάνει η επιστήμη;
Αυτή η επιστήμη δεν επηρεάζεται από χρήματα ή άλλες μεταβλητές;

Και τώρα το «καλό» σενάριο:
Ωραία θα είναι να βρεθεί κάτι στο Cern, κάτι που θα μας βοηθήσει να καταλάβουμε καλύτερα τα «πράγματα».
Αυτό όλοι το ευχόμαστε.
Κάτι θα σημαίνει έτσι κι αλλιώς, είτε βρεθεί, είτε όχι το «σωματίδιο».
Αν οι προθέσεις είναι πραγματικά σχετικές μόνο με τη «γνώση», είναι σίγουρο ότι θα μάθουμε, θα πάρουμε, όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση ακόμα και από μια αποτυχία.
Ή για την ακρίβεια, ακόμα και από αυτό που έχουμε μάθει να αντιλαμβανόμαστε ως «αποτυχία».

Προσωπικά αντιλαμβάνομαι ως πέρα από τη διαίσθησή μου, το θεωρητικά υπάρχον «σωματίδιο του Θεού».
Και αυτό όχι για άλλο λόγο, αλλά γιατί έτσι μπαίνει ένα όριο σε κάτι που αδυνατώ να φανταστώ ως πεπερασμένο χωροχρόνο!

Ο θεός δεν είναι μάλλον κάπου κρυμμένος, είναι στα δάχτυλά μου, τα ρούχα μου, στο κάθε μόριο από τα πλήκτρα του υπολογιστή που γράφω τώρα.
Είναι παντού.
Είναι στην τρίχα του σκύλου μου και στο πιστόνι του αμαξιού μου.

Υπάρχει Θεός ...

Και δεν είναι άλλος «μέσα μας» και άλλος «εκτός».

Καμιά πράξη μας και κανένα φαινόμενο γύρω μας δεν μπορεί να είναι απόλυτα προβλεπτό και ελέγξιμο.
Μάλλον ευτυχώς!
Γιατί συμβαίνει, καθετί, κάθε σκέψη μας, εντός της Ύπαρξης.
Ο κάθε ολοκληρωτισμός, δεν θα μπορούσε να είναι μόνιμος τρόπος ζωής, γιατί δεν είναι φυσικός.
Δεν είναι το κατάλληλο φάρμακο στο σώμα για το οποίο προορίζεται.

Το ιντερνετ ελέγχεται;
Αν υπάρξουν στο εξής απόψεις πιο χρήσιμες, θα είναι απόψεις χωρίς ορκισμένους εχθρούς...
Κανένας δεν μπορεί να βλάψει κάτι που δεν τον βλάπτει.
Χρειαζόμαστε, απόψεις, καθαρές, απόψεις ανάγκης, χωρίς κάποιον ιδιοτελή στόχο από πίσω.
Απόψεις ιδιοτέλειας έχουν και εχθρούς.

Ακόμα κι αν πίστευε κανείς ότι το ίντερνετ έγινε για να μας ελέγχουν, κάπως σαν αυτό που είχε φανταστεί παλιότερα ο Όργουελ, το αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι και εντελώς διαφορετικό.
Σαν μια ευχάριστη έκπληξη για όλους με τεράστια σημασία.
Πότε;
Τότε που θα ταξίδευαν μαζικά γνώμες, για μια διαφορετική μεταξύ μας συνοχή.
Είδαμε και κάναμε πράγματα με λάθος τρόπο.
Δεν υπάρχει ο «Σωστός τρόπος», αυτό είναι ίσως πολύ πιθανόν.
Όμως όλοι διατρέξαμε έως τώρα καταπιεστικές και καταπιεσμένες τροχιές.
Με διαφορετικό τρόπο, σε διαφορετικό χρόνο, σε διαφορετικό βαθμό και για διαφορετικό λόγο.
Η τροχιά του καθένα μας είναι μοναδική, αλλά υπάρχουν και συγκλίσεις, αναλογίες, ομοιότητες και από αυτές πρέπει να βγάλουμε και συμπεράσματα.
Η λογική «όλοι είναι εχθροί μου» ή «Εγώ και ο υπόλοιπος κόσμος» είναι πιθανόν μη ισχύουσα.

Τα λάθη μου, οι σκέψεις μου, οι πράξεις και τα συναισθήματά μου, δεν είναι και δεν ήταν ούτε στο παρελθόν τόσο διαφορετικά από αυτά άλλων ανθρώπων.
Αν το καλοσκεφτούμε θα μπορούσαμε να θυμηθούμε τον εαυτό μας, για μια στιγμή έστω στη ζωή μας, ακόμα και ως εν δυνάμει δολοφόνο.
Δεν υπάρχει μια φορά στον καθέναν μας που έχει θυμώσει υπερβολικά με κάποιον;


Ποια συνοχή μπορεί να υπάρξει ανάμεσα σε ανθρώπους και πλανήτη, αν δεν υπάρξει μια διαφορετική μεταξύ μας σχέση;
Θα βρεθούν λύσεις για πάρα πολλά, αν μπορέσουμε να περάσουμε από την κατάσταση της συνενοχής σε αυτήν της συνοχής. Είναι σαν να περνάς από τη μία άκρη ενός τούνελ σε μια άλλη!

Μακάρι να βρούμε το χρόνο.
Η ταχύτητα όμως πια μετάδοσης των πληροφοριών είναι ένα μεγάλο μας όπλο.
Και στην ανθρώπινη ιστορία, όσο την ξέρουμε τουλάχιστον, δεν υπήρξε ποτέ κάτι ανάλογο με το ιντερνετ.
Χαλάλι ο έλεγχος!
Τίποτα δεν υπάρχει χωρίς «πληρωμή».
Δεν θέλω να βλάψω κανέναν.
Θέλω «φεύγοντας» να είμαι Εγώ, να έχω παιδιά και εγγόνια χαρούμενα και να μπορώ να θυμάμαι όσο το δυνατό περισσότερα απ’ όσα έζησα.
Δεν ζηλεύω κανέναν, δεν έχω εχθρούς που πρέπει να νικήσω ή να μειώσουν εκείνοι εμένα.



Θα μπορούσα να πιστεύω τα πάντα
Θα μπορούσα να ελπίζω τα πάντα
Θα μπορούσα να είμαι Ελεύθερος!

το υστερόγραφο στον πρόλογο

Υ.Γ.
Μια και ο πρόλογος αυτός γράφεται Δεκέμβριο του 2009, και εν μέσω πανδημίας, θέλω να μείνω λίγο στην “επικαιρότητα της εποχής”, ανοίγοντας μια παρένθεση και παρατηρώντας τα εξής:

Ο κόσμος μας, αυτός που ζούμε σήμερα, βρίσκεται μαθαίνουμε σε διαδικασία «παγκοσμιοποίησης».
Και δεν παγκοσμιοποιείται μόνο η οικονομία, όπως δεν παγκοσμιοποιούνται μόνο αρνητικά πράγματα.
Το ίντερνετ για παράδειγμα, που είναι διεθνές, δεν είναι μόνο «κακό», ούτε μόνο «καλό.
Είναι όπως ακριβώς το χρησιμοποιεί ο καθένας μας.
Η πληροφορία, η κάθε πληροφορία, τρέχει πια στον πλανήτη με «ταχύτητα φωτός».
To κάθε βίντεο, το κάθε κείμενο, η κάθε μουσική.

Είναι λοιπόν πολύ εύκολο να μάθουμε όλοι ότι υπάρχει μία «πανδημία».
Μέχρι εδώ καλά.
Πόσο εύκολο είναι όμως να πειστούμε με κάθε τι που μπορεί να λέγεται;
Δηλαδή, συγκεκριμένα και σε σχέση με το τελευταίο παράδειγμα της «πανδημίας»:
Όταν μας λένε «υπάρχουν μέχρι τώρα 30 άνθρωποι που έχασαν τη ζωή τους στην Ελλάδα έως τώρα», πόσο εύκολο είναι ή πόσο δύσκολο να αναρωτηθεί ο καθένας από εμάς:
«οκ, έτσι είναι, το πιστεύω, πόσα όμως ήταν τα θύματα ίωσης πέρσι, πρόπερσι;».
Δεν είναι λογικό ο αριθμός των ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους έως τώρα να δίνεται σε σύγκριση με τον αντίστοιχο περσινό και προπέρσινο;
Πόσο εύκολο ή δύσκολο μας είναι, αφού κάνουμε μια λογική σκέψη, να τη συζητήσουμε ή να τη στείλουμε με μέιλ σε άλλους;
Δεν χρειάζεται να ξέρουμε ότι το εμβόλιο, το κάθε εμβόλιο, έχει υδράργυρο ή άλλα.
Πριν από αυτό, θα ήταν λογικό να είναι αυτονόητο για όλους μας, το εξής: «δεν βγαίνει το παζλ ρε παιδιά».
Για όποιον λόγο κι αν δεν βγαίνει.

Το σημαντικό σε διάφορα που μαθαίνουμε είναι ότι «δεν κολλάνε πράγματα» και αυτό γίνεται πολύ συχνά, ειδικά τα δέκα τελευταία χρόνια και έχει επίσης να κάνει με διάφορα που μαθαίνει όλος ο πλανήτης.

Για να θυμηθούμε: τα κομπιούτερ το 1999.
Το θυμόμαστε, για να μην αναλωθούμε σε λεπτομέρειες.

Δεν έγινε πουθενά τίποτα.

Και όχι μόνο αυτό, όχι μόνο δεν ασχολήθηκαν τα μέσα εκφράζοντας κάποια «απορία».
Δεν ασχολήθηκε κανείς μας, παρ’ όλο που και τότε αρκετοί από εμάς είχαμε εξοικείωση με υπολογιστές.
Και στην Ελλάδα και αλλού.
Ίσως να ασχολήθηκαν αλλού και να μην το ξέρουμε.
Σε κάθε περίπτωση όμως ο ντόρος του «πριν» και του «μετά» δεν είχαν καμιά σχέση μεταξύ τους.
Και δεν ήταν μόνο αυτό, ήταν μια «δεκαετία άγχους».
Συνεχώς κάτι φοβόμασταν, σε παγκόσμιο επίπεδο.
Δηλαδή… τα πουλιά πάνε παντού!
Ήσουν ας πούμε στην παραλία και σκεφτόσουν:
«έχει γούστο να σκάσει πάνω μου η κουτσουλιά από κανένα γαμοπούλι…»
Τελικά την πλήρωσαν κάτι έρμα «παλιόπουλα» που θανατώθηκαν σε διάφορες χώρες.
Και αυτή τη γρίπη κάπως έτσι την ξεχάσαμε.
Βλέποντάς το τώρα από κάποια χρονική απόσταση, δεν φαίνεται να υπάρχει κάπου κενό;

Τα πουλιά πετάνε, σαν τις σκέψεις ή τις πληροφορίες στο ιντερνετ, που αποδημούν και αυτές από δικτυακό τόπο σε άλλο δικτυακό τόπο.
Το ίντερνετ παρέχει χώρο στον καθένα μας.
Έπρεπε και αυτό να το φοβόμαστε.
«μας παρακολουθούν»… Όργουελ

Με παρακολουθούν;
Οι αυτονόητες σκέψεις ανθρώπων που επικοινωνούν μεταξύ τους βλάπτουν ποιον;
Ό,τι γράφω δεν βλάπτει αυτόν που με παρακολουθεί, ο οποίος είναι μηχάνημα, ούτε αυτόν που ίσως τύχει ή έχει λόγους να προσέξει τι γράφω.
Το «με παρακολουθούν» και ο φόβος για κάτι τέτοιο είναι κατά βάθος και εγωιστικό.
Προφανώς δεν θέλω να με παρακολουθούν, ούτε όμως το θεωρώ πιθανόν.
Στην πράξη και μάλλον χωρίς τη θέλησή του, ο Όργουελ μπήκε στο τούνελ του μαζικού άγχους.

Τρομάξαμε!
Φοβηθήκαμε λίγο – λίγο.
Πριν την οικονομική κρίση είχε κάνει την εμφάνισή του το “περιβάλλον”.
Ξαφνικά και με βίαιο τρόπο.
Γιατί δεν επικεντρώνουμε την προσοχή μας στον «τρόπο» που μας δίνονται συνήθως πληροφορίες για το περιβάλλον;
Αν θέλω να μιλήσω για το περιβάλλον το κάνω, δεν φρικάρω τον άλλον.
Το ότι φρικάρουμε τα τελευταία χρόνια, δεν θα βοηθήσει το περιβάλλον, ούτε είναι πληροφορία να ακούς ότι τα νερά θα ανέβουν μισό, ένα, πέντε, επτά ή 70 μέτρα!

Μια στάση εδώ: οι πάγοι…
Αυτοί οι «επιπλέοντες πάγοι», (δεν θα είναι και αμελητέα φαντάζομαι ποσότητα σε σχέση με αυτούς που λιώνουν σε στεριά) που έχουν «από κάτω τους» πολλαπλάσια ποσότητα πάγου και άρα καλύπτουν εντός θαλάσσης πολλαπλάσιο όγκο…
… όταν λιώσουν, αυτός ο υποθαλάσσιος όγκος δεν θα μειωθεί προφανώς; Δεν θα απελευθερωθεί χώρος από το κάτω μέρος;
Το νερό καταλαμβάνει, όπως όλοι ξέρουμε, μικρότερο χώρο από την αντίστοιχη ποσότητα πάγου.
Γιατί έχει μεγαλύτερο «ειδικό βάρος», είναι πιο πυκνό από τον πάγο.
Το θυμόμαστε όλοι απ’ το σχολείο.
Σε κάθε παγόβουνο που λιώνει, μικρό ή μεγάλο, αντιστοιχεί, ο όγκος (χώρος) Α του νερού που θα προκύψει από το λιώσιμο του υπερθαλάσσιου μέρος του, o υποθαλάσσιος όγκος - χώρος του πάγου πριν λιώσει, ας πούμε ότι είναι ο Β και Γ ο όγκος που θα προκύψει (μικρότερος από τον Β), όταν λιώσει το υποθαλάσσιο μέρος.
Ο Γ προκύπτει δηλαδή από το νερό πια που «έβγαλε» ο πάγος, κάτω από την επιφάνεια.
Ο όγκος που θα προκύψει για τη θάλασσα όταν το παγόβουνο λιώσει είναι Α + Γ.
Ενώ πριν το λιώσιμο είχαμε Β.
Έχουμε λοιπόν Α+Γ εναντίον Β!
Θα μπορούσαμε να πούμε Δ τον χώρο που απελευθερώνεται για τη θάλασσα όταν λιώνει το υποθαλάσσιο μέρος του παγόβουνου. Δ = B - Γ.

Το αναφέρω σαν παράδειγμα, που μας βοηθά απλώς να καταλάβουμε ότι καθετί μη προφανές ή γνωστό, μπορεί να μας μπερδέψει.
Ένας επιστήμονας μπορεί να ξέρει, εγώ όμως δεν έχω ιδέα πόσο είναι το Γ, ούτε το Δ, ούτε το Α+Γ, ούτε το Β, ούτε το Α για να μπορώ να είμαι σίγουρος ότι υπάρχει διαστολή της θάλασσας από έναν επιπλέοντα πάγο, ούτε πόση διαστολή είναι αυτή, εάν είναι.
Και άρα μπορώ εύκολα να πιστέψω κάτι που ακούω ή εύκολα να γίνω καχύποπτος. Σε κάθε θέμα…

Πόσα μπορεί να μην έχουμε σκεφτεί, να μην μπορούμε ή να μη θέλουμε να σκεφτούμε και κάπως έτσι να μπαίνουμε εύκολα σε ΠΑΝΔΗΜΙΕΣ !
Η οποίες είναι όμως εγκεφαλικές. Και για αυτές
το εμβόλιο πρέπει να το βρούμε οι ίδιοι.

Ποιο μοντέλο θα δώσει ακριβείς πληροφορίες για το πόσο θα ανέβει η θάλασσα, πόση και ποια θα είναι η ακτινοβολία του ήλιου την επόμενη δεκαετία;
Πώς σε μια σειρά θεμάτων παρουσιάζεται η χειρότερη εκδοχή;
Αν πουλάνε οι κακές ειδήσεις εμείς τις αγοράζουμε.

Ξαφνικά έσκασε και το 2012 (δώρο η ταινία).
Πώς είναι δυνατόν να συνδυάζονται τόσα πολλά σε δέκα μόνο χρόνια;
Οι ιστορία με τους πύργους συνέβη δυο χρόνια μετά το 1999 και ήταν θλιβερή, από κάθε άποψη.

Όλα αυτά, δεν πείθουν τους πάντες.
Όλα αυτά υπάρχουν όμως, ως «πληροφορίες».
Και ο συνδυασμός τους, μαζί με την «οικονομική κρίση» και όσα προβλήματα δημιουργήσαμε στο παρελθόν, αρχίζει να μας κάνει να παίρνουμε ανάποδες.
Καλό αυτό, αρκεί οι ανάποδες να είναι εγκεφαλικές, όπως και οι αληθινές πανδημίες.
Πρέπει να σκεφτούμε ψύχραιμα ότι διάφορα δεν έστεκαν και δεν στέκουν.
Η απλή σκέψη θα είναι απείρως πιο ωφέλιμη από το να νιώσουμε ΞΑΦΝΙΚΑ (!) θυμό.
Άλλωστε θυμό με ποιον;
Εμείς οι ίδιοι δεν συμμετέχουμε σε ό,τι συμβαίνει;

Η ζωή μας είναι η κάθε μας μέρα, την οποία ξεχνάμε όταν αυτή καταλήγει να μοιάζει πολύ με εκείνες που προηγούνται.
Αυτές όμως πέρασαν.
Υπάρχει πάντα (και) το σήμερα, υπάρχει το Τώρα…


Υ.Γ. Στο διαδύκτιο θα βρείτε το «home».
Δούλεψαν κι εδώ επιστήμονες για να δείξουν σε μας πράγματα που δεν είναι αυτονόητα, γνωστά ή που τέλος πάντων δεν μας ενδιέφεραν άλλοτε.
(το φαινόμενο του θερμοκηπίου συζητιέται εδώ και χρόνια)

Το περιβάλλον είναι το μεγάλο μας πρόβλημα.
Άλλο όμως να δίνεις τέτοιες (χάλια) πληροφορίες και με τέτοιο (χάλια) τρόπο, κι άλλο να φτιάξεις μία ταινία σχετική με τον πλανήτη μαζί με τον οποίο συμβιώνουμε.
Αυτά τα δύο ΔΕΝ είναι «παρόμοια» με κάποιες διαφορές.
Είναι όσον αφορά το αποτέλεσμά τους αντίθετα.
Σ΄ ένα «ντοκυμαντέρ» βλέπεις στην ουσία ότι τα πράγματα είναι τόσο χάλια, ώστε θα έρθει το «μοιραίο».
Και σε ένα άλλο βλέπεις απλά ότι πολλά είναι διαφορετικά απ’ ότι νόμιζες.
Με τον πλανήτη μας συμβιώνουμε. Κι αυτό ίσως να χρειάζεται να μας το δείξει κάποιος, μπορεί να μη φτάνει που πατάμε στη Γη, που ζούμε στο φλοιό της.

Ρίχνουμε μια ματιά γύρω μας και βλέπουμε πολύ γρήγορα, αν η συμβίωσή μας είναι «αρμονική».

(το υστερόγραφο αυτό, γράφτηκε 8 Δεκεμβρίου 2009)

Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2010

Ο συγγραφέας του "κρυφού σημείου", δεν είναι απαραιτήτως άντρας ή γυναίκα.
Αν και διαβάζοντας το κείμενο φαίνεται σαν αυτός που γράφει να είναι άνδρας.
Στο κείμενο δεν υπάρχουν συγκεκριμένα μέρη (αν και γενικά ξέρει κανείς ότι έχει να κάνει με κάποιον που ζει Ελλάδα), δεν υπάρχουν ονόματα και ούτε συγκεκριμένες ημερομηνίες, εκτός από δύο: μία στην αρχή και άλλη μια προς το τέλος.
Αυτή η δεύτερη η ημερομηνία, προέκυψε τυχαία να είναι πολύ κοντά στην πρώτη (αυτήν κατά την οποία γράφεται το υστερόγραφο στον πρόλογο).
Το όνομα που αναφέρεται στην παρούσα σελίδα είναι ένα τυχαίο όνομα και επίθετο.
Τέλος, δεν είναι ακόμα βέβαιο τι ακριβώς θα γραφεί από το κείμενο αυτό με τον τίτλο "το κρυφό σημείο του κύκλου".
Δεν είναι επίσης ακόμα γνωστός ο τρόπος και η σειρά που θα αναρτηθούν αποσπάσματα του κειμένου (ή ολόκληρο, με διαφορετική ή την ίδια δομή).
Αυτό ίσως είναι και το πιο ενδιαφέρον στη συγκεκριμένη σελίδα.
Πιθανόν να υπάρξει μια ελευθερία, που σε βιβλίο, δεν είναι απαραίτητα δεδομένη...
Υπάρχουν αμέτρητοι διαφορετικοί τρόποι για να δει κανείς
τη ζωή και τον κόσμο.
Ακόμα κι αν κάποιος ήταν δυνατό να επιλέξει
τον καλύτερο δυνατό
και μόνο αυτόν,
θα αγνοούσε κάθε άλλη λογική που έχουν
ή μπορούν να πάρουν τα πράγματα.










Πρόλογος

Νομίζω ότι η «εισαγωγή στο κρυφό σημείο του κύκλου» που ακολουθεί, είναι το ταίριασμα σκέψεων απ’ όσα ζω κάθε μέρα,
μαζί με ό,τι υπήρξε σε αυτό το γραπτό.
Η εισαγωγή αυτή γράφτηκε μετά το κείμενο, έπεται χρονικά.
Στο «κρυφό σημείο του κύκλου», υπάρχουν σκέψεις, και κάθε σκέψη, δεν έχει ποτέ πίσω της μια «επαρκή» γνώση.
Αν γνωρίζαμε τα πάντα, δεν θα υπήρχε λόγος να αναρωτιόμαστε.
Αρκετές από τις σκέψεις και τις υποθέσεις εδώ, θα μπορούσαν ίσως να βρίσκονται και στο μυαλό ενός παιδιού.
Και στην πραγματικότητα έτσι είναι…

Υ. Γ. .....................